- ετεροχρονικός
- -ή, -ό [ετερόχρονος]αυτός που κατασκευάζεται, δημιουργείται ή παρέχεται σε χρόνο διαφορετικό από τον συνηθισμένο, τον κανονικό ή φυσιολογικό.επίρρ...ετεροχρονικώς και -ά (Μ ἑτεροχρονικῶς)σε διαφορετικό από τον κανονικό χρόνο, σε άλλον καιρό.
Dictionary of Greek. 2013.